κατηγόρημα — accusation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγόρημα — και κατηγόρεμα, το (AM κατηγόρημα, Μ και κατηγόρημαν) [κατηγορῶ] (λογ.) αυτό που λέγεται για το υποκείμενο, η ιδιότητα, η ενέργεια, το πάθος και γενικά καθετί που αποδίδεται σε κάποιον ή σε κάτι, δηλ. στο υποκείμενο νεοελλ. 1. η πράξη ή η… … Dictionary of Greek
κατηγορημάτων — κατηγόρημα accusation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορήμασι — κατηγόρημα accusation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορήμασιν — κατηγόρημα accusation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορήματα — κατηγόρημα accusation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορήματι — κατηγόρημα accusation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορήματος — κατηγόρημα accusation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… … Dictionary of Greek